Πρόσφατη μελέτη από το Γερμανικό Κέντρο Ερευνών για τον Καρκίνο (DKFZ) έδειξε ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D ή πολυβιταμινών συνδέεται με αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, χωρίς όμως να αυξάνεται ο κίνδυνος για πιο επικίνδυνες καταστάσεις υγείας. Πιο συγκεκριμένα, όσοι είχαν υψηλότερα επίπεδα ασβεστίου δεν παρουσίασαν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν αθηροσκλήρωση ή πέτρες στα νεφρά, οι οποίες είναι κοινές συνέπειες των μακροχρόνια υψηλών επιπέδων ασβεστίου.
Παρόλα αυτά, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το ασβέστιο από τη χρήση συμπληρωμάτων βιταμίνης D δεν έχουν εξεταστεί μέχρι στιγμής σε μεγάλης κλίμακας δεδομένα.
Για τη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nutrients, οι ερευνητές ανέλυσαν συστηματικά τη σχέση μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D στον ορό και του μεταβολισμού του ασβεστίου, χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη βάση δεδομένων UK Biobank, αξιοποιώντας πληροφορίες από μισό εκατομμύριο άτομα ηλικίας 40 έως 69 ετών.
Περίπου το 4% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι λαμβάνει τακτικά βιταμίνη D, ενώ το 20% ανέφερε καθημερινή χρήση πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων με χαμηλή δόση βιταμίνης D. Οι ερευνητές βρήκαν ότι η λήψη αυτών των συμπληρωμάτων σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα υπερασβεστιαιμίας, αν και δεν συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο για αθηροσκλήρωση ή πέτρες στα νεφρά.
Συγκρίνοντας τα επίπεδα βιταμίνης D ανάμεσα σε όσους είχαν και δεν είχαν υπερασβεστιαιμία, οι ερευνητές κατέληξαν ότι η υπερασβεστιαιμία πιθανώς δεν προκαλείται από τα συμπληρώματα, αλλά μπορεί να σχετίζεται με άλλους παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η χρήση βιταμίνης D είναι ασφαλής, αρκεί να μη λαμβάνονται υπερβολικές δόσεις. Οι συνιστώμενες δόσεις στην ΕΕ κυμαίνονται από 400 έως 4.000 IU την ημέρα, ενώ ανεπιθύμητες παρενέργειες παρατηρούνται μόνο σε δόσεις άνω των 10.000 IU ημερησίως.