Η φυσική ρητίνη της μαστίχας Χίου έχει κεντρίσει την προσοχή των ερευνητών λόγω της προσφάτως αποδεδειγμένης θεραπευτικής δράσης των οργανικών χημικών ουσιών της, των τριτερπενοειδών.
Το θεραπευτικό προφίλ της μαστίχας Χίου
Η μελέτη εξέτασε 16 τριτερπενοειδείς ενώσεις από τη ρητίνη Chios mastiha χρησιμοποιώντας προηγμένες υπολογιστικές τεχνικές. Οι ενώσεις αυτές αξιολογήθηκαν για την ικανότητά τους να αλληλεπιδρούν με βασικούς υποδοχείς που συμβάλλουν στην εξέλιξη της νόσου.
Πως καταπολεμά την ηπατική νόσο
Ο συνδυασμός οφελών των βιοδραστικών ενώσεων της μαστίχας μπορεί να διακόψει την εξέλιξη της νόσου μέσω:
- ενεργοποίησης ενός πολύ σημαντικού ρυθμιστή του μεταβολισμού των λιπιδίων στο ήπαρ- τον PPAR-α – προάγοντας έτσι τη εύρυθμη μεταβολική διαδικασία των λιπιδίων
- μείωσης της φλεγμονής και της ίνωσης, μέσα από την αλληλεπίδραση με τους υποδοχείς GR (υποδοχείς γλυκοκορτικοειδών) και VEGFR2. Ο υποδοχέας VEGFR2 εκφράζεται στα κύτταρα, παρέχοντας προστασία έναντι σε καρκινώματα και λεμφώματα
- ρύθμισης της «καταπόνησης» του σώματος από την οξείδωση- οξειδωτικού στρες- και συντονισμού της λειτουργίας των μιτοχονδρίων
Τα συμπεράσματα της έρευνας
Συνδυάζοντας την παραδοσιακή σοφία με σύγχρονες υπολογιστικές τεχνικές, η μελέτη αυτή ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη θεραπευτικών στρατηγικών για την πάθηση και άλλες μεταβολικές διαταραχές με καλύτερη πρώτη ύλη τη φύση. Έτσι η έρευνα αυτή κατέδειξε ότι:
- η νόσος απαιτεί φαρμακολογικούς παράγοντες πολλαπλών στόχων που να διακόπτουν την παθολογική αγγειογένεση χωρίς να διαταράσσουν την ομοιόσταση της γλυκόζης και των λιπιδίων και να θέτουν σε κίνδυνο προστατευτικές λειτουργίες του ανοσοποιητικού συστήματος
- τα τριτερπενοειδή, τα οποία αποτελούν έως και το 70% της ρητίνης της μαστίχας, προσφέρουν ένα φυσικό μείγμα χημικά διαφορετικών ενώσεων με συνεργατική φαρμακολογική δράση
- ο συνδυασμός βιοδραστικών ενώσεων και όχι ένα μόνο μόριο μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικότερα τις αλληλένδετες μεταβολικές οδούς της πάθησης
- οι ενώσεις αυτές παρουσίασαν υψηλά επίπεδα σύνδεσης με ανοσολογικούς μηχανισμούς άμυνας– τους LXR, GR, MC4R και PPARγ- και χαμηλότερα επίπεδα συσχέτισης με ευαίσθητους αγγειακούς παράγοντες, υποδοχείς και πρωτεΐνες όπως τα PPARα, AMPK και VEGFR